- υπέρθεμα
- το, -ατοςη ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπέρθεμα — έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ [ὑπερτίθημι] η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία … Dictionary of Greek
υπέρθημα — ήματος, τὸ, Μ βλ. υπέρθεμα … Dictionary of Greek
υπερθεματίζω — ὑπερθεματίζω ΝΜ προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ νεοελλ. μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει») μσν. προχωρώ πέρα από το θέμα, από την … Dictionary of Greek